- ναρκεΐνη
- η(φαρμ.) αλκαλοειδές τού οπίου που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα ως καταπραϋντικό, αναλγητικό και σπασμολυτικό φάρμακο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. narceine < νάρκη + -ίνη*. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.